- αἰολοπτέρυξ
- αἰολο-πτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ,A quickfluttering, Telest.1.12 (dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιολοπτέρυξ — αἰολοπτέρυξ ( υγος) ο, η (Α) αυτός που έχει γρήγορα φτερά, που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πτέρυξ, υγος] … Dictionary of Greek
αἰολοπτερύγων — αἰολοπτέρυξ quickfluttering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek